- εκφόβηση
- και εκφόβιση, η (AM ἐκφόβησις και ἐκφόβισις)η ενέργεια τού εκφοβώ*, φόβισμα, φοβέρισμα, εκφοβισμός, απειλή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκφοβήσῃ — ἐκφοβήσηι , ἐκφόβησις frightening fem dat sg (epic) ἐκφοβέω alarm aor subj mid 2nd sg ἐκφοβέω alarm aor subj act 3rd sg ἐκφοβέω alarm fut ind mid 2nd sg ἐκφοβέω alarm aor subj mid 2nd sg ἐκφοβέω alarm aor subj act 3rd sg ἐκφοβέω alarm fut ind mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφοβισμός — ο η εκφόβηση* … Dictionary of Greek
εκφόβιση — η βλ. εκφόβηση … Dictionary of Greek
πτυρμός — ὁ, Μ [πτύρομαι] πτόηση, εκφόβηση … Dictionary of Greek